Η ροδιά είναι ένα φυτό αυτοφυές στη χώρα μας από αρχαιοτάτων χρόνων, ο καρπός της κατείχε σημαντική θέση στην διατροφή, ενώ υπάρχουν αρκετές αναφορές για φαρμακευτικές χρήσεις στην παραδοσιακή ιατρική, αλλά και πάρα πολλές δοξασίες. Συμπεριλαμβάνεται στα επτά είδη δένδρων που αναφέρονται στη Βίβλο και θεωρείται καρπός ιερός σε όλες τις κυρίαρχες θρησκείες.
Στην ελληνική μυθολογία συνδέεται με τις θεές Δήμητρα, Αφροδίτη και΄Ηρα. Σύμφωνα με τον μύθο της Περσεφόνης, μια μέρα όταν η Περσεφόνη μαζί με τις κόρες του Ωκεανού μάζευαν λουλούδια, αναπηδά από τον Κάτω Κόσμο και την αρπάζει στο βασίλειό του ο Άδης. Έτσι η Περσεφόνη φεύγει με βίαιο τρόπο από την αγκαλιά της μητέρας της Δήμητρας - θεάς της Γης- που θρηνεί για την απώλειά της αφήνοντας τη γη άγονη και άκαρπη. Ο Άδης, μετά από τη διαμεσολάβηση του Δία, αναγκάζεται να επιστρέψει την Περσεφόνη, αφού πρώτα την ξεγελά δίνοντάς της να γευτεί τέσσερις σπόρους ροδιού (ροίης κόκκον), για να ξεχνά τον πάνω κόσμο. Από τότε λοιπόν, η Περσεφόνη μοιράζεται: τέσσερις μήνες στο θρόνο του κάτω κόσμου και τους υπόλοιπους πάνω στη γη που καρπίζει. Από τα έγκατα της γης προέρχεται η αναγέννηση, από τη γη πηγάζει κάθε πλούτος. Ένας θαυμάσιος συμβολισμός…
Επίσης η ροδιά, σύμφωνα με τον Παυσανία, συνδέεται με την Ήρα, την προστάτιδα του γάμου και της ευγονίας, της οποίας θεάς το χρυσελεφάντινο άγαλμα στο Άργος κρατούσε στο ένα χέρι το σκήπτρο και στο άλλο ένα ρόδι.
Σύμφωνα με μια άλλη μυθολογική εκδοχή, η ροδιά είναι το δένδρο το οποίο φύτεψε η Αφροδίτη στον ιερό της κήπο στην Κύπρο, συμβολίζοντας έτσι τον ευτυχισμένο γάμο, την αφθονία λόγω του μεγάλου αριθμού των κόκκινων σπόρων και το πάθος ως ιερός καρπός της Αφροδίτης.
Όσον αφορά την καταγωγή της ροδιάς, το ρόδι ή «μήλο της Καρχηδόνας» κατά τους Ρωμαίους ή Punica Granatum, όπως είναι η βοτανική ονομασία του, προέρχεται μάλλον από την εύφορη Μεσοποταμία, όπου άρχισε να καλλιεργείται τουλάχιστον από το 4.000 π.χ. και από εκεί ταξίδεψε προς τη Δύση, γι’ αυτό και είναι ένα από τα πρώτα φρούτα που καλλιεργήθηκαν συστηματικά στον κόσμο. Άραβες έμποροι το έφεραν στην Ισπανία - κατά μια εκδοχή μάλιστα η πόλη Γρανάδα ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της ροδιάς – και από εκεί οι Ισπανοί το διέδωσαν στην Αμερική.
Το ρόδι είναι σύμβολο της γονιμότητας, της ευημερίας, της ευκαρπίας και της καλοτυχίας. Εδώ και πολλούς αιώνες την ημέρα της Πρωτοχρονιάς η παράδοση θέλει να υποδεχόμαστε τον καινούριο χρόνο σπάζοντας ένα ρόδι στο κατώφλι της πόρτας για καλή τύχη. Το ρόδι σαν αρχετυπικό σύμβολο που υπάρχει στις παραδόσεις πολλών αρχαίων λαών σπάει και στους γάμους για γονιμότητα, ευημερία και καλοτυχία στο νέο ζευγάρι και όχι μόνο στη χώρα μας. Στην Κίνα συνηθίζεται να δίνεται ένα κεραμικό ρόδι ως γαμήλιο δώρο, ενώ οι Βεδουίνοι σπάνε ρόδια και τα ρίχνουν μέσα στη σκηνή των νεόνυμφων για να φέρουν γονιμότητα. Επίσης επειδή το ρόδι - ακόμα και όταν είναι ξηρό εξωτερικά εσωτερικά οι σπόροι του είναι γεμάτοι χυμούς - συμβολίζει και έχει συνδεθεί τόσο με τη ζωή όσο και με το θάνατο.
Το μεγαλύτερο μέρος των χημικών αναλύσεων των ροδιών έχει εστιάσει στο χυμό, το περικάρπιο και το έλαιο των σπόρων. Ο χυμός περιέχει μεγάλες ποσότητες υδρολυτικών τανινών(γαλλικό και ελλαγικό οξύ), ανθοκυάνες(κυανιδίνη, δελφινιδίνη, πελαργονιδίνη), όπως και φαινολικά οξέα(καφεϊκό οξύ, χλωρογενικό οξύ). Ο φλοιός περιέχει ουσίες όπως η λουτελίνη, η κερσετίνη, κεμπφερόλη και η ναριζενίνη σε μεγάλες ποσότητες.
Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει δοθεί στην έρευνα των σπόρων των σπερμάτων του ροδιού και πιο συγκεκριμένα στο έλαιο των σπόρων(σπόρος είναι μόνο ο σκληρός, λευκός, εσωτερικός σπόρος, το κόκκινο χυμώδες περίβλημα που περικλείει τον σπόρο λέγεται επισπέρμιο). Το έλαιο των σπόρων περιέχει περίπου 60% α-πουνισικό οξύ, ένας ισχυρός αντιοξειδωτικός παράγοντας, και είναι αυτό που χρησιμοποιείται κυρίως στην παραγωγή καλλυντικών, λόγω των μαλακτικών, θρεπτικών, αναζωογονητικών, καταπραϋντικών και επουλωτικών ιδιοτήτων του. Οι σπόροι των σπερμάτων της ροδιάς έχουν επίσης τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε οιστρογόνα του φυτικού βασιλείου που φτάνει τα 17mg/kg ξηρών σπόρων. Το ενδιαφέρον αυξάνει συνεχώς σχετικά με την προοπτική του ελαίου του ροδιού σαν ένα ισχυρό φυτικό οιστρογόνο και την πιθανότητα να έχει ιδιότητες πρόληψης του καρκίνου – ιδίως του καρκίνου του μαστού.
Μετά από φασματομετρικές μελέτες που έγιναν, αποδείχτηκε ότι ο χυμός του ροδιού περιέχει περισσότερα αντιοξειδωτικά στοιχεία, σε σχέση με άλλα 40 διαφορετικά είδη χυμών καρπών που θεωρούνται σαν καρποί με πολλά αντιοξειδωτικά, όπως π.χ. ο χυμός του μύρτιλλου, του πορτοκαλιού, του κόκκινου κρασιού, του κράνμπερυ και του πράσινου τσαγιού. Διαπιστώθηκε ότι ο χυμός του ροδιού έχει την πιο μεγάλη ικανότητα καταστροφής των ελεύθερων ριζών, όπως επίσης ότι οι χυμοί του ροδιού που κυκλοφορούν στο εμπόριο έχουν μία αντιοξειδωτική δράση ίση με (18-20 TEAC) (όπου TEAC – μονάδα μέτρησης της αντιοξειδωτικής δράσης), που είναι τρεις φορές μεγαλύτερη από εκείνη του κόκκινου κρασιού και του πράσινου τσαγιού τα οποία έχουν (6-8 TEAC).
Ο καθηγητής Roger Corder, κορυφαίος καρδιολόγος στο Ερευνητικό Ινστιτούτο William Harvey του Λονδίνου, αναφέρει ότι ένα ποτήρι χυμού ροδιού ισοδυναμεί με δύο ποτήρια κόκκινο κρασί, δέκα φλιτζάνια πράσινο τσάι ή τέσσερα ποτήρια χυμό μύρτιλλου, όσον αφορά την περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικά.
Το ρόδι, στην Ινδία, χρησιμοποιείται ως ένα από τα βασικά συστατικά των παραδοσιακών καλλυντικών της χώρας, πέρα από την παραδοσιακή ιατρική. Σήμερα, η χρησιμοποίηση του ροδιού στη βιομηχανία των καλλυντικών έχει καθιερωθεί σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, με την παραγωγή πολλών ειδών καλλυντικών, κυρίως για δύο λόγους: Τη μεγάλη τους περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικά (πολυφαινόλες, τανίνες, φλαβονοειδή, ανθοκυάνες). Τις χρωστικές που περιέχει. Το βασικό συστατικό, υψηλής αξίας, που χρησιμοποιείται κυρίως στην παραγωγή καλλυντικών είναι το έλαιο των σπερμάτων, το οποίο παράγεται με πίεση των αποξηραμένων σπερμάτων, σε ειδικό πιεστικό μηχάνημα. Το έλαιο της ροδιάς επιταχύνει των ανανέωση των κυττάρων της επιδερμίδας, και μαζί με την καταπολέμηση των ελευθέρων ριζών, δίνει στο δέρμα ελαστικότητα και ανθεκτικότητα, μειώνοντας τις ρυτίδες. Τα κυριότερα καλλυντικά, τα οποία παρασκευάζονται από τα ρόδια, είναι: κρέμες μακιγιάζ, έλαια για την περιποίηση του σώματος, του δέρματος και των μαλλιών, κραγιόν, κρέμες ντεμακιγιάζ κλπ.
Τα ρόδια καταναλώνονται κατά προτίμηση νωπά ή σαν χυμός ή σαν σιρόπι ροδιού (γρεναδίνη) ή σαν αλκοολούχα ποτά, μετά από μεταποίηση. Επίσης, χρησιμοποιούνται στην ζαχαροπλαστική και στη μαγειρική. Η περιεκτικότητα των καρπών σε χυμό είναι περίπου 60% του βάρους του καρπού, ενώ το υπόλοιπο αποτελούν το περικάρπιο, τα περισπέρμια και τα σπέρματα των σπόρων.
α/α | Χώρα | Παραγωγή (τόνοι) | Ποσοστό (%) |
1 | Ινδία | 900.000 | 30,00 |
2 | Ιράν | 800.000 | 26,66 |
3 | Κίνα | 260.000 | 8,66 |
4 | Τουρκία | 210.000 | 7,00 |
5 | Η.Π.Α. | 200.000 | 6,66 |
6 | Πακιστάν | 100.000 | 3,33 |
7 | Λοιπές | 530.000 | 7,66 |
Σύνολο | 3.000.000 | 100,00 |
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ – Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος - μέχρι πριν λίγα χρόνια το 90% των δέντρων ροδιάς ήταν διάσπαρτα, και όχι σε συστηματικούς οπωρώνες. Τα τελευταία χρόνια όμως, άρχισε η συστηματική καλλιέργεια της ροδιάς, αφού αποτελεί διέξοδο για πολλούς αγρότες σε όλη την Ελλάδα, μετά την αναγκαστική εγκατάλειψη παραδοσιακών καλλιεργειών όπως του καπνού και του βαμβακιού. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις ροδιάς, το 2007, ξεπερνούσαν συνολικά τα 2.000 στρ., και βρίσκονταν κυρίως στην Πελοπόννησο, σύμφωνα με την ΕΣΥΕ.
Στο νομό Αργολίδας, και πιο συγκεκριμένα στην Ερμιόνη, παράγονται 300-400 τόνοι ροδιών, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί εμπορικοί οπωρώνες σε πολλούς νομούς, όπως Ξάνθη, Δράμα, Σέρρες, Κιλκίς, Πέλλα και άλλους, μερικοί από τους οποίους, όμως δεν έχουν κατάλληλες κλιματικές συνθήκες και πιθανόν να αντιμετωπίσουν προβλήματα στην καλλιέργεια στο μέλλον.
Η ελληνική αγορά είναι ελλειμματική σε ρόδια, με αποτέλεσμα οι εισαγωγές να φτάνουν, κάθε χρόνο τους 800 τόνους, ενώ η συνολική κατανάλωση ροδιών φτάνει τους 1000-1200 τόνους. Οι κυριότερες χώρες από τις οποίες η χώρα μας εισάγει ρόδια είναι η Τουρκία, το Ιράν, η Ινδία, η Αίγυπτος, το Ισραήλ. Οι εισαγόμενες ποσότητες αφορούν ξινές και γλυκόξινες ποικιλίες για την παραγωγή χυμών. Στις εισαγωγές όμως περιλαμβάνονται και άλλα προϊόντα όπως χυμοί, αναψυκτικά, παγωτά, ποτά, καλλυντικά και συμπληρώματα διατροφής με συστατικό το ρόδι.
Η ροδιά (Punica granatum) ανήκει στην οικογένεια των Punicaceae και στο γένος Punica. Το φυτό είναι ένας δενδρώδης, φυλλοβόλος θάμνος, με γρήγορη ανάπτυξη αλλά με μικρή βλάστηση, φτάνοντας τα 5-6μ. σε ύψος. Έχει ισχυρή τάση να σχηματίζει παραφυάδες. Οι βλαστοί είναι πολυάριθμοι και αγκαθωτοί. Τα φύλλα είναι μικρά, λεία, στιλπνά, σκούρου πράσινου χρώματος (στην αρχή κοκκινωπά), με λογχοειδές σχήμα. Οι οφθαλμοί διακρίνονται σε ξυλοφόρους και μικτούς. Οι ξυλοφόροι εκπτύσσονται την άνοιξη (Μάρτιο με Απρίλιο), δίνοντας κανονική ή λογχοειδή βλάστηση, ενώ οι μικτοί οφθαλμοί εκπτύσσονται τον Μάιο, δίνοντας βραχεία βλάστηση, χωρίς φύλλα, με επάκρια άνθη.
Τα άνθη έχουν χρώμα κόκκινο, πορτοκαλί έως κιτρινόλευκο, ανάλογα με την ποικιλία, εκπτύσσονται στη μασχάλη των βλαστών μονά, διπλά ή σε ταξιανθία 3-5 ανθέων μαζί, στην άκρη του κλαδίσκου. Διακρίνονται σε αρσενικά (άγονα), τα οποία είναι κωνικά στη βάση τους με βραχείς στύλους και βρίσκονται σε παλιό ξύλο, στα ερμαφρόδιτα (τέλεια), τα οποία είναι κυλινδρικά στη βάση τους και μπορούν να γονιμοποιηθούν και να δώσουν καρπό και βρίσκονται στην ετήσια βλάστηση, και σε έναν ενδιάμεσο τύπο, με μικρότερο ποσοστό καρπόδεσης, συγκριτικά με τα ερμαφρόδιτα.
Ο αριθμός των άγονων ανθέων είναι πολύ μεγαλύτερος από τα γόνιμα, και μάλιστα η επικράτηση των αρσενικών, άγονων ανθέων σε σχέση με τα ερμαφρόδιτα, γόνιμα, φτάνει το 60%-70% του συνολικού αριθμού των ανθέων.
Τα άνθη εμφανίζονται κατά κύματα, με τα πρώτο κύμα να ξεκινά από τα τέλη Μαϊου μέχρι τον Ιούνιο και να παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό δεσίματος καρπών (90%), με καλύτερης ποιότητας καρπούς. Οι περισσότερες ποικιλίες της ροδιάς είναι αυτογόνιμες, αλλά τα άνθη τους μπορούν να γονιμοποιηθούν με σταυρογονιμοποίηση, η οποία οδηγεί σε περίπου 20% αύξηση στην καρπόδεση και σε καλύτερης ποιότητας καρπούς.
Ο καρπός είναι μια σαρκώδης ράγα, με χρώμα που ποικίλλει από λευκο-κίτρινο με ροζ επίχρωμα μέχρι βυσσινί ή και μαύρο. Το μέγεθος του καρπού εξαρτάται από τον αριθμό των σπόρων και όχι από το μέγεθός τους, ενώ όσο περισσότερα ωάρια γονιμοποιούνται, τόσο πιο μεγάλο θα γίνει και το ρόδι. Το βάρος των καρπών κυμαίνεται μεταξύ 150-800 gr, με μέσο βάρος στα 200-400gr, ενώ φέρουν στην κορυφή τους τον κάλυκα. Εσωτερικά ο καρπός χωρίζεται σε χώρους με λευκά τοιχώματα, το albedo, το οποίο είναι λευκός ιστός από κυτταρίνη. Το εδώδιμο τμήμα του καρπού είναι οι σπόροι. Κάθε ρόδι έχει 300-600 σπόρους, ανάλογα με το μέγεθος του καρπού, ενώ έχουν βρεθεί και καρποί που φτάνουν μέχρι και τους 800 σπόρους. Η ωρίμανση των καρπών γίνεται από Σεπτέμβριο μέχρι Οκτώβριο, ανάλογα με την ποικιλία.
Η ροδιά μπαίνει σε καρποφορία από το 3ο-4ο έτος μετά τη φύτευση, ενώ μετά το 7ο έτος φτάνει σε πλήρη παραγωγή. Οι αποδόσεις, κατά την πλήρη παραγωγή, είναι 2-2,50 τόνους/στρ. περίπου. Η παραγωγική ζωή του δένδρου υπολογίζεται στα 25-30 χρόνια.
Κάθε υποψήφιος καλλιεργητής ροδιάς θα πρέπει να έχει λάβει μερικούς βασικούς παράγοντες υπόψη του, πριν καταλήξει στην επιλογή της κατάλληλης ποικιλίας της ροδιάς που θα εγκαταστήσει στο κτήμα του:
Από τις πιο αξιόλογες ελληνικές ποικιλίες ροδιάς είναι η «Ερμιόνης», η οποία καλλιεργείται κυρίως στη Νότια Ελλάδα, στην περιοχή της Ερμιόνης, είναι μεγαλόκαρπη, με έντονο κόκκινο χρώμα και γλυκιά γεύση. Η «Γλυκιά Πατρών», η «Ξινή Πατρών», η «Τανάγρας» και η «Χίου», θεωρούνται, επίσης, πολύ καλές εμπορικές ποικιλίες, με καλά χαρακτηριστικά.
Τα τελευταία χρόνια το Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δέντρων Νάουσας, είχε σημαντικά αποτελέσματα με την επιλογή μερικών αξιόλογων γενοτύπων, όπως του «11010» και του «11015», που ενώ έχουν μικρό μέγεθος καρπού, έχουν γλυκιά γεύση, εντυπωσιακό κόκκινο χρώμα, και υψηλή αντιοξειδωτική ικανότητα, αλλά και του γενότυπου «11041», ο οποίος παρουσιάζει αντοχή στους παγετούς και δίνει μεγάλου μεγέθους καρπούς με ξινή γεύση.
Ανάλογα με την περιεκτικότητα του χυμού τους σε οξέα, οι ποικιλίες της ροδιάς διακρίνονται σε:
Παγκόσμια, οι πιο διαδεδομένες ποικιλίες είναι η «Wonderful», η «Grenada», η «Hicaznar», η «Acco», η «Mollar de Elche», η «Spanish Ruby» κ.α.
Η «Wonderful» είναι η πιο γνωστή ποικιλία ροδιάς παγκοσμίως. Προέρχεται από τη Φλόριντα των ΗΠΑ. Παράγει καρπούς μεγάλου μεγέθους, πεπλατυσμένους, με σκούρο μωβ χρώμα και περικάρπιο μέτριου πάχους, που ωριμάζουν από τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι μέσα Οκτωβρίου. Τα σπέρματα είναι κόκκινα, μέσης σκληρότητας, με χυμό πολύ καλής ποιότητας. Τα δέντρα είναι ζωηρά και παραγωγικά και η ποικιλία είναι ανθεκτική και προσαρμόζεται σε διάφορα περιβάλλοντα, γι’ αυτό και η καλλιέργειά της είναι τόσο διαδεδομένη. Η «Wonderful» είναι μέσα στη λίστα των προτεινόμενων ποικιλιών ροδιάς από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, σύμφωνα με την απόφαση 347943/27-11-2008 (ΦΕΚ/Β/04-12-2008), στις κατάλληλες περιοχές της χώρας.
Η «Grenada» προήλθε από την «Wonderful» με γενετική επιλογή, είναι κατά ένα μήνα πιο πρώιμη από αυτήν και οι καρποί της έχουν πιο έντονο χρωματισμό κατά την ωρίμανση.
Η «Hicaznar» είναι τουρκικής προέλευσης, με παρόμοια χαρακτηριστικά με την «Wonderful», αλλά με λιγότερο έντονο χρώμα φλοιού και πρωιμότερη συγκομιδή κατά 7-10 μέρες.
Η «Acco» είναι η κυριότερη πρώιμη ποικιλία του Ισραήλ. Έχει μεσαίο μέγεθος καρπού (400gr), έντονο κόκκινο χρώμα φλοιού και σπόρων και γλυκιά γεύση.
Η «Mollar de Elche» είναι η βασικότερη καλλιεργούμενη ποικιλία στην Ισπανία, έχει μεγάλο μέγεθος καρπού και ροζ χρώμα φλοιού.
H "Angel Red" είναι μια σχετικά νέα ποικιλία ροδιάς η οποία έχει αρχίσει να γίνεται δημοφιλής τα τελευταία χρόνια. Τα ρόδια της ωριμάζουν τέλη Αυγούστου - αρχές Σεπτεμβρίου. Οι καρποί της έχουν φωτεινό κόκκινο χρώμα και είναι αρκετά ζουμεροί με μαλακά σπόρια. Χρησιμοποιούνται πολύ για την παραγωγή χυμού λόγω της γλυκιάς της γεύσης.
Πριν από την εγκατάσταση μιας νέας φυτείας ροδιάς, και εφόσον στο έδαφος προϋπήρχε κάποια άλλη δενδρώδης ή θαμνώδης καλλιέργεια, είναι απαραίτητες οι παρακάτω εργασίες(τουλάχιστον ένα χρόνο πριν):
Σε περίπτωση που δεν ληφθούν τα προληπτικά αυτά μέτρα, μετά από κάποια χρόνια, και ενώ τα δένδρα της ροδιάς είναι σε πλήρη ανάπτυξη, παρατηρείται απότομος μαρασμός, ο οποίος οφείλεται σε προσβολή από τον μύκητα Verticilium albo-atrum.
Πριν από τη χάραξη των γραμμών φύτευσης και το άνοιγμα των λάκκων φύτευσης, πρέπει να προηγηθεί η κατεργασία του εδάφους σε βάθος, ώστε να διευκολυνθεί η ομαλή εγκατάσταση και ανάπτυξη των φυτών.
Χρειάζεται, αρχικά, ισοπέδωση του εδάφους, ώστε να διαμορφωθεί το ομαλό επίπεδο στο οποίο θα αναπτυχθεί ο ροδώνας, και είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η κατάλληλη κλίση για καλή στράγγιση του εδάφους, και η ομαλή λειτουργία της άρδευσης των δένδρων. Ακολουθεί η άροση του εδάφους, η οποία γίνεται συνήθως σε βάθος 15-20cm, και στη συνέχεια η καταπολέμηση των ζιζανίων πριν το φύτεμα των δένδρων της ροδιάς, με μηχανικό ή χημικό τρόπο. Τελευταίο στάδιο πριν τη φύτευση είναι η ενσωμάτωση των βελτιωτικών και των λιπασμάτων στο έδαφος. Συνιστάται μια ποσότητα 30kg/δένδρο ή 1,5-2 τόνους καλά χωνεμένης κοπριάς/στρέμμα, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως επειδή βελτιώνει τις φυσικές ιδιότητες του εδάφους, από άποψης πορώδους και οργανικής ουσίας. Μαζί με την κοπριά, πρέπει να ενσωματώνεται μία ποσότητα 500 gr/δένδρο απλού υπερφωσφορικού λιπάσματος και 300 gr/δένδρο θειικού λιπάσματος.
Η καλύτερη εποχή για τη φύτευση των δενδρυλλίων της ροδιάς είναι στα τέλη του χειμώνα με αρχές της άνοιξης, δηλαδή Φεβρουάριο – Μάρτιο. Το γεγονός ότι η ροδιά αναπτύσσει τη νέα του βλάστηση όψιμα, μας δίνει τη δυνατότητα να φυτεύουμε τις νέες φυτείες μέχρι τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο, αφού έτσι δεν παρουσιάζονται αποτυχίες εγκατάστασης των φυτών. Η φύτευση γίνεται με δενδρύλλια ηλικίας 2 ετών. Οι λάκκοι φύτευσης πρέπει να έχουν διαστάσεις 40x40x40cm και μετά τη φύτευση να ακολουθεί πλούσια άρδευση, ώστε να εξασφαλιστεί η καλή ενσωμάτωση στο έδαφος και γρήγορη ανάπτυξη των δενδρυλλίων.
Οι αποστάσεις φύτευσης εξαρτώνται: από την τελική μορφή των φυτών (θαμνώδης ή δενδρώδης), από το σχήμα μορφώσεως που θα έχουν τα φυτά (κύπελλο ή παλμέτα), και από το σύστημα φύτευσης που θα επιλεγεί (ορθογώνιο ή τετράγωνο), και μπορεί να είναι από 2,5x5m έως 5x5m, σύμφωνα με τον πίνακα:
α/α | Σχήμα μόρφωσης | Σύστημα φύτευσης | Αποστάσεις (m) | Αριθ. Φυτών / στρέμμα |
1 | Θάμνοι | τετράγωνα | 4x4 | 62 |
2 | Θάμνοι | ορθογώνια | 3x4 | 83 |
3 | Δένδρα σε κύπελλο | τετράγωνα | 4x4 | 62 |
4 | Δένδρα σε κύπελλο | ορθογώνια | 4x5 | 50 |
5 | Δένδρα σε παλμέτες | 2x5 | 100 | |
6 | Δένδρα σε παλμέτες | 2,5x5 | 80 |
Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή εάν επιλέξει κανείς τις μικρές αποστάσεις φύτευσης, καθώς ενώ τα πρώτα χρόνια η παραγωγή είναι αυξημένη, στα επόμενα χρόνια και ενώ τα δένδρα παίρνουν το τελικό τους μέγεθος, εμφανίζονται προβλήματα μη ικανοποιητικού χρωματισμού στους καρπούς (λόγω σκίασης από τα διπλανά δένδρα), αλλά και δυσκολίες κατά το ετήσιο κλάδεμα και τη συγκομιδή. Στην πράξη, σε περιπτώσεις πυκνών φυτεύσεων, μετά από κάποια χρόνια γίνεται αραίωση των δένδρων.
Το άνοιγμα των λάκκων γίνεται λίγες μέρες πριν ή κατά τη φύτευση. Σε κάθε λάκκο φύτευσης κρατάμε σε όρθια θέση το δενδρύλλιο που θα φυτέψουμε, απλώνουμε τις ρίζες του φυτού σχηματίζοντας κώνο και στη συνέχεια καλύπτουμε με το επιφανειακό χώμα (μέχρι βάθους 15cm) και πιέζουμε το έδαφος με τα πόδια μας. Αν χρειάζεται, πριν τοποθετήσουμε το δενδρύλλιο στο λάκκο, κλαδεύουμε λίγο τις ρίζες που είναι σπασμένες ή έχουν σημάδια από προσβολές εντόμων. Μια πολύ καλή τεχνική που ακολουθεί την φύτευση είναι η εδαφοκάλυψη με χρήση μαύρου ή διαφανούς πλαστικού κατά μήκος των γραμμών φύτευσης πλάτους 1-1,5m.
Η ροδιά είναι ένα δέντρο χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις στις ιδιότητες και τον τύπο του εδάφους στο οποίο καλλιεργείται. Παρόλα αυτά, για μια ικανοποιητική παραγωγή, χρειάζεται πλούσια, βαθιά, καλά στραγγιζόμενα, αμμοαργιλώδη εδάφη, με pH 6.5-7.5. Σε ελαφρά, άγονα, αμμώδη εδάφη οι καρποί γίνονται μικροί και είναι ευαίσθητοι στο σχίσιμο, ενώ σε βαριά, πηλώδη, οι καρποί δεν αποκτούν ικανοποιητικό χρωματισμό. Είναι μέτρια ανθεκτική σε αλατούχα εδάφη και μπορεί να ανεχτεί νερό άρδευσης με αλατότητα μέχρι 2000-2500 ppm.
Η ροδιά ευδοκιμεί σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από μακρύ, θερμό και ξηρό καλοκαίρι. Το κλίμα που ταιριάζει περισσότερο στην καλλιέργεια της είναι το τροπικό ή υποτροπικό. Έχει μοναδική προσαρμοστικότητα σε διαφορετικά περιβάλλοντα, γεγονός που σχετίζεται με την ανθεκτικότητά της σε θερμοκρασίες από 44 μέχρι -12oC. Θεωρείται πολύ πιο ανθεκτική στο ψύχος από ότι η ελιά και τα εσπεριδοειδή, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του λήθαργου των οφθαλμών. Αντέχει, γενικά, σε χαμηλές θερμοκρασίες, μέχρι τους -12oC, αλλά είναι πολύ ευαίσθητη στο ψύχος κατά την πλήρη ωρίμανση των καρπών, το φθινόπωρο, αλλά και κατά το φούσκωμα των οφθαλμών, την άνοιξη. Αν και φυλλοβόλο, η ροδιά έχει μικρές απαιτήσεις σε ψύχος για τη διακοπή του ληθάργου των οφθαλμών της (περίπου 150-400 ώρες κάτω από 7oC). Δεν ευδοκιμεί σε περιοχές με ομίχλη και ψυχρούς ανέμους. Η υψηλή θερμοκρασία του καλοκαιριού ευνοεί την ωρίμανση των καρπών, δίνοντάς τους ωραίο, κόκκινο χρωματισμό και καλή γεύση.
Το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα δημιουργούνται όλο και περισσότεροι εμπορικοί οπωρώνες σε περιοχές (Δράμα, Κιλκίς, Ξάνθη, Σέρρες) που δεν διαθέτουν ξηροθερμικό κλίμα, ενώ κάποιες χρονιές παρατηρούνται θερμοκρασίες αρκετά χαμηλότερες από το όριο των -12oC, με αποτέλεσμα την παγετοπληξία.
Η ροδιά είναι ένα είδος που πολλαπλασιάζεται εγγενώς και αγενώς. Ο εγγενής πολλαπλασιασμός γίνεται με τους σπόρους του ροδιού, από όπου προκύπτουν τα σπορόφυτα, που εμβολιάζονται στη συνέχεια με την κατάλληλη ποικιλία. Ο αγενής πολλαπλασιασμός γίνεται με μοσχεύματα σκληρού ξύλου, με φυλλοφόρα, ή με ιστοκαλλιέργεια.
Ο πολλαπλασιασμός με σπόρους δεν χρησιμοποιείται πολύ και δεν συστήνεται, επειδή χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου τα σπορόφυτα φτάσουν σε παραγωγική ηλικία. Ο κύριος λόγος όμως είναι, ότι τα φυτά που παράγονται με αυτόν τον τρόπο, δεν έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τα μητρικά φυτά.
Ο αγενής πολλαπλασιασμός γίνεται, στην πράξη, με μοσχεύματα σκληρού ξύλου από τα οποία παράγονται φυτά ροδιάς με τα ίδια χαρακτηριστικά με τα μητρικά φυτά, από τα οποία προήλθαν, επομένως δεν υπάρχει ανάγκη εμβολιασμού.
Τα μοσχεύματα λαμβάνονται τον χειμώνα και διατηρούνται σε στρωμάτωση για 2 μήνες περίπου, πριν την εγκατάσταση στο φυτώριο, τον Φεβρουάριο-Μάρτιο. Μπορούν, όμως, και να λαμβάνονται το Φεβρουάριο ή Μάρτιο, από βλαστούς ηλικίας 1-2 ετών, αλλά πριν την έκπτυξη των οφθαλμών και χωρίς να προηγηθεί στρωμάτωση. Συνήθως τα μοσχεύματα λαμβάνονται από βλαστούς του παρελθόντος έτους ή από παραφυάδες, έχουν διάμετρο 0,5cm και μήκος 20-25cm. Ακολουθεί εμβάπτιση της βάσης των μοσχευμάτων σε ορμόνη ριζοβολίας (IBA), σε συγκέντρωση 50-6000 ppm ανάλογα με την ποικιλία, τινάζονται και φυτεύονται στο χώμα, σε μονάδες ριζοβολίας – θερμαινόμενοι χώροι από διάφορα υλικά – σε προστατευόμενο χώρο, με σχετικά χαμηλή θερμοκρασία περιβάλλοντος (για την αποφυγή της έκπυξης των οφθαλμών), ενώ η θέρμανση του εδάφους ριζοβολίας είναι απαραίτητη. Μετά τη ριζοβολία, τα φυτά μεταφυτεύονται στο φυτώριο για 1-2 χρόνια, συνήθως μεταξύ του φθινοπώρου και της επόμενης άνοιξης. Ο πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα σκληρού ξύλου έχει υψηλά ποσοστά επιτυχίας. Από 35 γενοτύπους ροδιάς, 27 είχαν 80% ποσοστό επιτυχίας στη ριζοβολία.
Τα φυλλοφόρα μοσχεύματα της ροδιάς, φέρουν ένα μικρό αριθμό φύλλων και έχουν μήκος 15cm περίπου. Εμβαπτίζονται, αρχικά, ολόκληρα, σε ένα διάλυμα μυκητοκτόνου και στη συνέχεια, μόνο η βάση του, σε ορμόνη ριζοβολίας (IBA), σε συγκέντρωση 2200-2500 ppm. Ακολουθεί η φύτευση σε μίγμα τύρφη-περλίτη (1:1) και η τοποθέτησή τους σε περιβάλλον υδρονέφωσης, με 95% σχετική υγρασία και 25oC θερμοκρασία, για 40 μέρες και μετά την έξοδο τους, σκληραγωγούνται, με σταδιακή μείωση του αριθμού των ψεκασμών, μέχρι την οριστική φύτευσή τους.
Η ροδιά για να αναπτυχθεί και να αποδώσει ικανοποιητικά πρέπει να αρδεύεται, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Το πότισμα βελτιώνει, επίσης, την ποιότητα και διατηρεί σταθερή την παραγωγικότητα των δένδρων. Σε σχέση με άλλες δενδρώδεις καλλιέργειες, πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στην άρδευση, επειδή μεγάλες διακυμάνσεις σε υγρασία έχουν ως αποτέλεσμα το σχίσιμο των καρπών της ροδιάς. Γενικά, πρέπει να διατηρείται σταθερή η εδαφική υγρασία από την άνθηση έως τη συγκομιδή έτσι ώστε να αποφεύγεται το σχίσιμο. Οι κρίσιμες περίοδοι στην έλλειψη νερού είναι κατά τη γονιμοποίηση των ανθέων και το δέσιμο των καρπών της. Το ύψος της άρδευσης που πρέπει να εφαρμόζεται μπορεί να ακολουθήσει ένα γενικό οδηγό: 1,5m3/στρέμμα/ημέρα την άνοιξη αρχικά, και στη συνέχεια 5,0m3/στρέμμα/ημέρα το καλοκαίρι, κοντά στη συγκομιδή. Οι απαιτήσεις σε νερό είναι περίπου 250mm ή 250 m3/στρέμμα/καλλιεργητική περίοδο, όταν από τις βροχοπτώσεις εξασφαλίζονται περίπου 400mm βροχής. Υπάρχουν διάφορα συστήματα άρδευσης (κατάκλιση, σε αυλάκια, καταιονιστήρες, μικροεκτοξευτές ύδατος, στάγδην άρδευση κ.α.). Η καλύτερη και πιο οικονομική μέθοδος είναι η στάγδην άρδευση (οι σταλάκτες πρέπει να βρίσκονται μακριά από τον κορμό), ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται ομοιόμορφη διανομή νερού, δυνατότητα χορήγησης των λιπασμάτων μέσω του δικτύου νερού, έλεγχος των ζιζανίων και πολλά άλλα πλεονεκτήματα.
Η λίπανση πρέπει να βασίζεται στην εδαφολογική ανάλυση που γίνεται πριν την εγκατάσταση του ροδώνα, καθώς και στις φυλλοδιαγνωστικές αναλύσεις. Τα βασικά στοιχεία λίπανσης είναι το άζωτο, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη βλάστηση, ο φώσφορος, στοιχείο το οποίο ευνοεί τη δημιουργία και την ωρίμανση των καρπών, και το κάλιο που ευνοεί την καλή ποιότητα των καρπών. Γενικά, αν δεν υπάρχουν στοιχεία από αναλύσεις, συνιστάται εφαρμογή 20 μονάδων αζώτου, 12-20 μονάδες καλίου και 6 μονάδες φωσφόρου/στρέμμα/έτος.
Για τα νεαρά φυτά προτείνεται μια λίπανση με 80-150 gr άζωτο/φυτό/έτος σε 2 δόσεις, μισή το χειμώνα και η άλλη μισή την άνοιξη. Μετά το 4ο έτος, όταν τα δένδρα θα μπουν σε πλήρη παραγωγή, συστήνεται η εφαρμογή 250-500 gr αζώτου/φυτό/έτος και 150-200 gr καλίου και φωσφόρου/φυτό/έτος. Τα μικτά φωσφορικά λιπάσματα εφαρμόζονται όλο το χρόνο με το δίκτυο άρδευσης. Ένα τέτοιο κατάλληλο λίπασμα περιέχει 15% N, 2.2% P, 16.6% K, 1.2% Μg, 8% S και 6 ιχνοστοιχεία και οι δόσεις ανάλογα με την ηλικία των δένδρων είναι: 0.75 kg/δένδρο τη 2η χρονιά, 1.0 kg την 3η, 1.5 kg την 4η, 2.5 kg την 5η, και 3.0 kg από την 6η χρονιά.
Η οργανική λίπανση πρέπει να εφαρμόζεται με 2 τόνους χωνεμένης κοπριάς/στρέμμα ή με χλωρή λίπανση κάθε 2-3 χρόνια.
Όταν παρατηρούνται ελλείψεις μικροστοιχείων όπως ο σίδηρος, το μαγγάνιο ή ο ψευδάργυρος, εφαρμόζονται διαφυλλικοί ψεκασμοί με τα κατάλληλα σκευάσματα.
Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην ποσότητα του αζώτου, γιατί υπερβολική αζωτούχος λίπανση προκαλεί καθυστέρηση της καρποφορίας και τα δένδρα γίνονται ευαίσθητα στους χειμερινούς παγετούς.
Η συχνότητα των λιπάνσεων εξαρτάται από τον τύπο του εδάφους και τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής. Σε βαριά, αργιλώδη εδάφη προτιμάται μία εφαρμογή το χρόνο, στα τέλη φθινοπώρου, ενώ στα αμμώδη, αμμοπηλώδη εδάφη γίνονται δύο εφαρμογές, μία στα τέλη χειμώνα και η άλλη την άνοιξη.
Η φυσική τάση της ροδιάς είναι να διαμορφώνεται σε πολύκορμο θάμνο, σε συστηματικούς οπωρώνες όμως, συνιστάται το κυπελλοειδές σχήμα, γιατί δίνει μεγαλύτερη παραγωγή και γίνονται εύκολα οι καλλιεργητικές εργασίες. Το κλάδεμα διακρίνεται σε κλάδεμα διαμόρφωσης, το οποίο γίνεται από την αρχή στα νεαρά δένδρα και το κλάδεμα καρποφορίας, το οποίο πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο για να υπάρχει ισορροπία μεταξύ βλάστησης και καρποφορίας.
Στο κλάδεμα διαμόρφωσης επιδιώκεται η διαμόρφωση της ροδιάς σε θάμνο με 3-5 κορμούς. Κατά τη φύτευση, τα δενδρύλλια κλαδεύονται στα ¾ του ύψους τους (περίπου 60cm), ενώ απομακρύνονται όλοι οι βλαστοί κάτω των 30cm. Το δένδρο κλαδεύεται έτσι ώστε να διατηρηθούν 3-5 βραχίονες, όπως φαίνεται στην εικόνα. Για τα επόμενα 3 χρόνια αφαιρούνται, κάθε χρόνο, οι λαίμαργοι και οι βλαστοί με άσχημη θέση σε σχέση με την επιδίωξη δημιουργίας κυπέλλου.
Το κλάδεμα καρποφορίας γίνεται κάθε χρόνο την εποχή του ληθάργου των οφθαλμών, με σκοπό τον καλό φωτισμό, αερισμό και την ανανέωση των οργάνων καρποφορίας. Στο κλάδεμα αυτό αφαιρούνται οι λαίμαργοι βλαστοί και οι παραφυάδες καθώς και πολύ πυκνοί, εξαντλημένοι, εσωτερικοί βλαστοί. Τα πολύ μακριά, ζωηρά κλαδιά βραχύνονται. Επίσης, πρέπει να γίνεται σταδιακή ανανέωση με ελαφρά κλαδέματα κάθε χρόνο, των βραχείων βλαστών καρποφορίας (spurs) που βρίσκονται σε 2-3 ετών κλάδους στην εξωτερική πλευρά της κόμης. Τα αυστηρά κλαδέματα πρέπει να αποφεύγονται γιατί αυξάνουν τη ζωηρότητα και μειώνουν την καρποφορία, οδηγώντας έτσι το δένδρο σε παρενιαυτοφορία.
Η ροδιά μπαίνει σε παραγωγή από το 3ο ή 4ο έτος, οπότε αρχίζει και η συγκομιδή. Ένα δένδρο σε ώριμη ηλικία παράγει περίπου 100 εμπορεύσιμους καρπούς, ενώ ένας ροδώνας ηλικίας 8-10 ετών αποδίδει 2-2,5 τόνους το στρέμμα.
Οι καρποί ωριμάζουν τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου και θεωρούνται ώριμοι όταν αποκτήσουν το χαρακτηριστικό χρώμα της ποικιλίας και όταν παράγεται ένας μεταλλικός ήχος μετά από ελαφρύ χτύπημα. Το ρόδι θεωρείται μη κλιμακτηρικός καρπός, δηλαδή ωριμάζει μόνο όταν είναι πάνω στο δένδρο, γι’ αυτό θα πρέπει να είναι πλήρως ώριμος όταν συλλέγεται.
Η συγκομιδή πρέπει να γίνεται νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα, όταν το φυτό έχει τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε υγρασία, και όσο το δυνατόν συντομότερα, αφότου οι καρποί έχουν αποκτήσει τα ελάχιστα κριτήρια συγκομιδής, γιατί η καθυστερημένη συγκομιδή οδηγεί σε σχίσιμό τους. Η συγκομιδή γίνεται σε 2-3 χέρια, σε διάστημα 8-10 ημερών μεταξύ τους, με απαραίτητη χρήση ψαλιδιού, κόβοντας τον ποδίσκο από τη βάση. Μεταφέρονται όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο συσκευαστήριο και γίνεται η διαλογή τους σε εμπορεύσιμους και μη.
Τα ρόδια έχουν σχετικά μεγάλη ικανότητα συντήρησης, παρόμοια με αυτή των μήλων. Κατά τη συντήρηση, οι καρποί γίνονται περισσότερο χυμώδεις και αρωματικοί. Για μακρά αποθήκευση μέχρι 5 μήνες συνιστάται η αποθήκευση σε θαλάμους με ελεγχόμενη ατμόσφαιρα (5% Ο2, 15% CO2, και 90-95% σχετική υγρασία). Όταν οι καρποί προορίζονται για νωπή χρήση, οι καλύτερες συνθήκες είναι 5-8οC θερμοκρασία συντήρησης και 90-95% σχετική υγρασία, αλλά για διάστημα 2-3 μηνών μόνο.
Τα κυριότερα προβλήματα της ομαλής φυσιολογίας των δένδρων είναι:
Προκαλείται έτσι σκλήρυνση του φλοιού σε ορισμένα σημεία με αποτέλεσμα το σχίσιμό του.
Είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για το σχίσιμο των καρπών. Θα πρέπει να διατηρείται, κατά το δυνατόν, σταθερή η υγρασία του εδάφους, με κανονικές αρδεύσεις, καθ’ όλη τη διάρκεια ωρίμανσης του καρπού και με την προσθήκη οργανικής ουσίας, ώστε να αυξηθεί το πορώδες του εδάφους.
Οι κυριότεροι εχθροί της ροδιάς είναι:
Το έντομο αυτό είναι ένα μεγάλο λεπιδόπτερο, η προνύμφη του οποίου δημιουργεί στοές στο φλοιό του δένδρου, προκαλώντας την ξήρανση των βλαστών του. Σε περίπτωση σοβαρής προσβολής, γίνεται επέμβαση με κάποιο εντομοκτόνο όπως το carbaryl ή το methomyl, τα οποία θεωρούνται αποτελεσματικά.
Οι κυριότερες ασθένειες της ροδιάς θεωρούνται:
Ο μύκητας Pilidiella granati αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά παθογόνα μετασυλλεκτικά για τη ροδιά. Προκαλεί καφέ χρωματισμό στου καρπούς, οι οποίοι γίνονται μαλακοί και υδατώδεις.
Παρόμοια συμπτώματα προκαλούνται και από προσβολή του μύκητα Penicillium, ο οποίος μπορεί να μολύνει, εκτός από μετασυλλεκτικά, και σχισμένους καρπούς πριν τη συγκομιδή.
Οι μύκητες του γένους Aspergillus προσβάλλουν κυρίως τους σχισμένους καρπούς, οι οποίοι αποκτούν σκούρο χρώμα και καλύπτονται από μαύρες επανθίσεις.
Σήψη προκαλεί και ο Botrytis cinerea, μετασυλλεκτικά, προσδίδοντας στους ιστούς γκρι επανθίσεις και υδατώδη υφή.
Copyright (C) 2013-2019 Μαρία Χατζή